σκαθάρι

σκαθάρι
το
-ιού, και σκάθαρος, ο
1. είδος εντόμου.
2. είδος ψαριού.
3. μτφ., κουτός άνθρωπος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκαθάρι — το, και σκάθαρος, ο, Ν 1. κοινή ονομασία εντόμων 2. κοινή ονομασία τού περκόμορφου ψαριού Spondyliosoma cantharus που αφθονεί στις ελληνικές θάλασσες και συγγενεύει με τον σπάρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κανθάριον / κάνθαρος, με προθετικό σ (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • χρυσοκάνθαρος — ο, ΝΑ χρυσοπράσινο σκαθάρι, το έντομο μηλολόνθη νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) νεόπλουτος, ξιπασμένος πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κάνθαρος «σκαθάρι»] …   Dictionary of Greek

  • αγριώτης — (agriotes).Μικρό σκαθάρι, του οποίου η προνύμφη προκαλεί καταστροφές κυρίως στα δημητριακά. Η προνύμφη αυτή είναι γνωστή με το όνομα σιδεροσκούληκο ή σύρμα. Το σκαθάρι αγριώτης ζει και στην Ελλάδα …   Dictionary of Greek

  • Σήρες — οι / Σῆραι, ΝΑ (στην αρχαιότητα) λαός που κατοικούσε στην ανατολική Ασία, συγγενής τών Σκυθών και τών Ινδών, που ασχολούνταν, κυρίως, με την παραγωγή μεταξιού, το εμπόριο τού οποίου άνθησε κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • άλοφος — (alophus). Γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιανιδών. Πρόκειται για μικρό σκαθάρι (κάνθαρος), μεγέθους 0,5 έως 1 εκ., γκριζωπού χρώματος, χωρίς φτερά. Το ρύγχος του είναι μακρύτερο από το κεφάλι, λίγο καμπυλωμένο και με αυλάκι …   Dictionary of Greek

  • αττέλαβος — (attelabus). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιονιδών, που ζουν σε όλες τις χώρες του πλανήτη μας, αλλά κυρίως στην Ευρώπη. Κατοικούν επάνω σε διάφορα φυτά. Το θηλυκό τυλίγει τα φύλλα τους σε μορφή τσιγάρου, για να αποθέσει… …   Dictionary of Greek

  • βόμβος — Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των βομβιδών και της υποτάξης των κλειστογάστρων. Ονομάζονται επίσης ψιθυριστές και μπάμπουρες. Ζουν στην Ευρώπη, την Ασία και σε όλη την Αμερική, σε ετήσιες κοινωνίες, αποτελούμενες από μία βασίλισσα,… …   Dictionary of Greek

  • δρύπτη — η εντομολ. ζωηρόχρωμο σκαθάρι με μακριές κεραίες και στενό κυλινδρικό θώρακα (οικογένεια καραβίδες) …   Dictionary of Greek

  • δύμασος — ο μεγάλο σκαθάρι τής ινδομαλαισιακής περιοχής …   Dictionary of Greek

  • ιπποκομώ — ἱπποκομῶ, έω (Α) [ιπποκόμος] 1. τρέφω, περιποιούμαι ίππους 2. περιποιούμαι κάποιον ως ιπποκόμος («ἱπποκομῶ τὸν κάνθαρον» περιποιούμαι το σκαθάρι ως ιπποκόμος, Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”